- υπερφωσφορικός
- -ή, -ό(χημ.), αυτός που περιέχει μεγάλη ποσότητα φωσφόρου: Υπερφωσφορική αμμωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερφωσφορικός — ή, ό, Ν χημ. 1. (για χημ. ενώσεις) αυτός που περιέχει μεγαλύτερη αναλογία φωσφόρου 2. φρ. «υπερφωσφορικό άλας» χημ. ονομασία τού ακάθαρτου, συνήθως, δισόξινου φωσφορικού ασβεστίου το οποίο χρησιμοποιείται ως λίπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην… … Dictionary of Greek